Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

μάννα εξ ουρανού

  • 1 μάννα

    μάννα το
    манна – пища, чудесно ниспосылаемая Богом с неба израильтянам, во время их странствования по Аравийской пустыни взамен хлеба, которого они не могли достать во время своего долгого пути;
    ΦΡ.
    Этим.
    < евр. man, слово из вопроса «man hu?» «Что это такое?», который задавали израильтяне друг другу, когда первый раз увидели эту пищу, посланную Богом:

    ιδόντες δε αυτό οι υιοί Ισραήλ είπαν έτερος τω ετέρω. Τι εστίν τούτο; (Έξ. 16, 15) — И увидели сыны Израилевы и говорили друг другу: что это? (Исх. 16, 15)

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > μάννα

См. также в других словарях:

  • μάννα — Ονομασία τροφής την οποία, σύμφωνα με την Αγία Γραφή, έστειλε ο Θεός στους Εβραίους κατά την περιπλάνησή τους στην έρημο του Σινά. Λέγεται ότι η λέξη προήλθε από τη φράση «μαν χου» (= τι είναι αυτό;) με την οποία υποδέχτηκαν οι Ιουδαίοι τη θεϊκή… …   Dictionary of Greek

  • νείφω — (Α) 1. (συν. ως απρόσ. και σπαν. ως προσ.) νείφει χιονίζει 2. μτφ. (μτβ.) ρίχνω κάτι σαν βροχή, σε μεγάλη ποσότητα («θεὸς νείφει τροφὰς ἀπ οὐρανοῡ» Φίλ.) 3. (και το μέσ. ως ενεργ.) νείφομαι χιονίζω, πέφτω σαν χιόνι («νιφάδος νειφομένας», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • τρώγω — ΝΜΑ, και τρώω Ν, και δωρ. τ. τράγω Α μασώ και καταπίνω στερεά ή ημιστερεά τροφή, εσθίω (α. «ζεστό ψωμί δεν έφαγα / γλυκό κρασί δεν ήπια», δημ. τραγούδι β. «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα», ΚΔ) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) παίρνω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»